πρωτάγριον

πρωτάγριον
τὸ, ΜΑ
συν. στον πληθ. τὰ πρωτάγρια
μτφ.
1. οι πρώτοι καρποί («βασιλῆϊ φέρων πρωτάγρια μόχθων», Ανθ. Παλ.)
2. τα πρώτα βραβεία («τερπομένῃ παλάμῃ πρωτάγρια κούφισε νίκης», Noνν.)
αρχ.
η πρώτη άγρα, το πρώτο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -άγριον (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. ανδρ-άγριον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτάγριον — first fruits of the chase neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτάγρια — πρωτάγριον first fruits of the chase neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”